Lust (λαγνεία). 2014.
συζώννυμι — Α 1. ζώνω μαζί 2. μέσ. συζώννυμαι α) ζώνομαι β) ζώνομαι την πανοπλία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζώννυμι «ζώνω»] … Dictionary of Greek
σύζωμα — ώματος, τὸ, Α [συζώννυμι] ζώνη, ζωστήρας … Dictionary of Greek